- καλυπτρίδα
- η(υποκορ. τού καλύπτρα)1. μικρή καλύπτρα2. (μικρβλ.) λεπτότατο γυάλινο πλακίδιο με το οποίο καλύπτεται το παρασκεύασμα στην αντικειμενοφόρο πλάκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύπτρα (< καλύπτω) + υποκορ. κατάλ. -ίδα (πρβλ. αλυσ-ίδα). Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cover-glass (< cover «καλύπτω» + glass «γυαλί»].
Dictionary of Greek. 2013.