καλυπτρίδα

καλυπτρίδα
η
(υποκορ. τού καλύπτρα)
1. μικρή καλύπτρα
2. (μικρβλ.) λεπτότατο γυάλινο πλακίδιο με το οποίο καλύπτεται το παρασκεύασμα στην αντικειμενοφόρο πλάκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύπτρα (< καλύπτω) + υποκορ. κατάλ. -ίδα (πρβλ. αλυσ-ίδα). Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cover-glass (< cover «καλύπτω» + glass «γυαλί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιμοσφαιριόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για την αρίθμηση των έμμορφων στοιχείων του αίματος. Χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι α. Όλοι αποτελούνται βασικά από μία παχιά πλάκα που στο κέντρο της έχει ένα βάθυσμα 0,0001 μ. Ο πυθμένας του βαθύσματος διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”